καιριολεκτώ

καιριολεκτώ
καιριολεκτῶ, -έω (Μ)
1. μεταχειρίζομαι μια λέξη εύστοχα
2. μιλώ σε κατάλληλο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καίριος + -λεκτῶ (< -λεκτος < λέγω), πρβλ. κοινο-λεκτώ, κυριο-λεκτώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”